- μυρμήγκι
- τομικροσκοπικό υμενόπτερο έντομο, το μερμήγκι, ο μέρμηγκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
μυρμήκειος — μυρμήκειος, ον (Α) 1. όμοιος με μυρμήγκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμήκειον είδος αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. ειος (πρβλ. λύκ ειος)] … Dictionary of Greek
μυρμηγκόνα — μυρμηγκόνα, ἡ (Μ) είδος αράχνης ή μεγάλο μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρμήγκι + μεγεθ. κατάλ. όνα (πρβλ. κασ όνα)] … Dictionary of Greek
μυρμηκοειδής — μυρμηκοειδής, ές (ΑΜ) αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος + ειδής*] … Dictionary of Greek
μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… … Dictionary of Greek
μύρμηγκας — και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας) μυρμήγκι νεοελλ. μεγάλο μυρμήγκι μσν. στον πληθ. oἱ μύρμηγκες η ελμινθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
φορμικίδες — οι, Ν ζωολ. επιστημονική ονομασία τής οικογένειας υμενόπτερων εντόμων στην οποία ανήκουν πολλά είδη που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία μυρμήγκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. formicidae < λατ. formica «μυρμήγκι»] … Dictionary of Greek
φόρμικα — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «μύρμηκα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formica «μυρμήγκι»]. (II) η, Ν ζωολ. επιστημονική ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων, τυπικού τής οικογένειας φορμικίδες, στο οποίο ανήκουν διάφορα είδη μυρμηγκιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ.… … Dictionary of Greek
Chios — Χίος Satellite image of Chios Location … Wikipedia